ἁμαρτωλός

ἁμαρτωλός
ἁμαρτωλ-ός, όν,
A erroneous,

ἁμαρτωλότερον Arist.EN1109a33

; erring,

ἐν πᾶσιν Plu. 2.25c

.
2 of bad character,

δοῦλοι Phld.Ir.p.73

W.: c. gen., sinning against,

θεῶν Michel 547.31

([place name] Telmessus):—ἁμαρτωλὴ γέρων, barbarism in Ar.Th.1111. Adv.

-ῶς Eup.24D.

II Subst. ἁμαρτωλός, , sinner, LXX Ge.13.13, al., Ev.Luc.18.13, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁμαρτωλός — erroneous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτωλός — ή, ό 1. αυτός που έχει κάνει αμαρτίες: Ήταν άνθρωπος αμαρτωλός, αλλά αυτό που του ζητούσαν δίσταζε να το κάμει. 2. αυτός που κλίνει στην αμαρτία: Το ξέρουμε πως όλοι είμαστε αμαρτωλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμαρτωλός, Γεώργιος — (9ος αι.). Βυζαντινός χρονογράφος μοναχός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το επώνυμό του οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών να ονομάζονται έτσι από μετριοφροσύνη. H χρονογραφία του διαιρείται σε τέσσερα βιβλία. Σε αυτά επικρίνει δριμύτατα… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτωλότερον — ἁμαρτωλός erroneous adverbial comp ἁμαρτωλός erroneous masc acc comp sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen superl pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέρων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen comp pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλόν — ἁμαρτωλός erroneous masc/fem acc sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτοιο — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτου — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέροις — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”